- πνεύμων,-ονος
- ὁ N 3 0-2-0-0-0=2 1 Kgs 22,34; 2 Chr 18,33the lungs
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
πνεύμων — όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και πλεμόνι Ν, και πλεύμων Α στον πληθ. οι πνεύμονες (ανατ. φυσιολ. ιατρ.) τυπική δομή τών σπονδυλοζώων, ζεύγος οργάνων τής θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ τού οργανισμού (τού… … Dictionary of Greek
πνευμονίας — ὁ, Α αυτός που ανήκει στους πνεύμονες («πνευμονίαι λοβοί», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμων, ονος + κατάλ. ίας (πρβλ. πνευματ ίας)] … Dictionary of Greek
πνευμονίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή κυρίως τού διάμεσου πνευμονικού ιστού, όπως στις πνευμονοκονιάσεις, στις ακτινικές βλάβες τών πνευμόνων κ.ά. νόσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumonitis (< πνεύμων, ονος + επίθημα ίτιδα)] … Dictionary of Greek
πνευμονεκτομή — η, Ν ιατρ. η εγχειρητική αφαίρεση ολόκληρου τού πνεύμονα που γίνεται σε περιπτώσεις πνευμονικών όγκων, αποστημάτων και βαριών φυματιωδών αλλοιώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumonectomy (< πνεύμων ονος + εκτομή)] … Dictionary of Greek
πνευμονικός — ή, ό / πνευμονικός, ή, όν ΝΜΑ [πνεύμων, ονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, λειτουργία ή νόσο (α. «πνευμονική φυματίωση» β. «πλήρωσις τοῡ τόπου τοῡ πνευμονικοῡ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
πνευμονοκονίαση — η, Ν ιατρ. πάθηση την οποία προκαλεί η εισπνοή ποικιλίας οργανικών ή ανόργανων κόνεων ή χημικών ερεθιστικών ουσιών, συνήθως για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. pneumonoconiosis (< πνεύμων, ονος + κονίαση] … Dictionary of Greek
πνευμονοκύστη — η, Ν (μκρβλ.) γένος πρωτοζώων, με αντιπροσωπευτικό είδος το Pneumocystis carinii, που προκαλεί την πνευμονοκύστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumocystis (< πνεύμων, ονος + κύστη)] … Dictionary of Greek
πνευμονοκύστωση — η, Ν ιατρ. παρασιτική νόσος η οποία εκδηλώνεται ως σοβαρή πνευμονοπάθεια που καταλήγει στον θάνατο τού ασθενούς σε ὁλες σχεδόν τις περιπτώσεις και εμφανίζεται συχνότατα στα άτομα που παρουσιάζουν ανοσοκαταστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek
πνευμονοπάθεια — η, Ν κάθε νόσος τών πνευμόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumonopathy (< πνεύμων, ονος + πάθεια < παθής < πάθος)] … Dictionary of Greek
πνευμονοφόρος — α, ο, Ν (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πνευμονοφόρα ζωολ. υφομοταξία γαστερόποδων μαλακίων τών οποίων η μανδυακή κοιλότητα έχει διαφοροποιηθεί σε πνευμονικό σάκκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumonophora (< πνεύμων, ονος + φόρος*)] … Dictionary of Greek
πνευμονόλιθος — ο, Ν ιατρ. στερεό σύγκριμα το οποίο βρίσκεται μερικές φορές μέσα στο πνευμονικό παρέγχυμα ως υπόλειμμα φυματιώσεως ή ιστοπλασμώσεως τών πνευμόνων ή επί πνευμονοκονιάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumolith (< πνεύμων, ονος +… … Dictionary of Greek